παπαδοπαίδι

παπαδοπαίδι
το
1. το παιδί τού παπά, Παπαδόπουλο ή παπαδοπούλα
2. μικρό παιδί το οποίο, ντυμένο με ειδική, λευκή συνήθως στολή, παίρνει μέρος σε εκκλησιαστικές τελετές ή βοηθά τον ιερέα κατά την τέλεση τής λειτουργίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπαδοπαίδι — το το παιδί του παπά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογεροπαίδι — το νεαρός δόκιμος καλόγερος, ο οποίος δεν έχει ακόμη καρεί ως μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγερος + παίδι (< παιδί), πρβλ. αρχοντο παίδι, παπαδοπαίδι] …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”